- άχυλος
- ἄχυλος, -ον (Α)1. ο χωρίς χυμό2. στεγνός, άνοστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χυλός «χυμός φυτών»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄχυλος — without juice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχυλον — ἄχυλος without juice masc/fem acc sg ἄχυλος without juice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχύλοις — ἄχυλος without juice masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχύλους — ἄχυλος without juice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχυλα — ἄχυλος without juice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχυλοι — ἄχυλος without juice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχυλία — η (Α ἀχυλία) [άχυλος] νεοελλ. η έλλειψη έκκρισης γαστρικού ή παγκρεατικού υγρού αρχ. στεγνότητα … Dictionary of Greek